Greek English

ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β12

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Η βιταμίνη Β12 (ή αλλιώς κοβαλαμίνη) είναι μια υδατοδιαλυτή βιταμίνη του συμπλέγματος βιταμινών Β. Αποτελείται από έναν δακτύλιο, παρόμοιο με εκείνον της πορφυρίνης. Την κεντρική θέση του δακτυλίου κατέχει ένα άτομο κοβαλτίου το οποίο συνδέεται με 4 πυρρολικούς δακτυλίους. Είναι η μόνη βιταμίνη του συμπλέγματος η οποία μπορεί να αποθηκεύεται στο σώμα (οι υδατοδιαλυτές βιταμίνες απομακρύνονται από τα ούρα και δεν αποθηκεύονται από τον οργανισμό μας. Αντιθέτως, η Β12 αποθηκεύεται στο συκώτι, γι αυτό και είναι δύσκολο να παρατηρηθεί ανεπάρκειά της. Η έλλειψη της Β12 παίρνει πολύ καιρό για να εντοπιστεί). 

Μεταβολισμός 

Στις τροφές η βιταμίνη Β12 βρίσκεται με τη μορφή της κυανοκοβαλαμίνης ή με τη μορφή της υδροξυκοβαλαμίνης. Μέσα στα κύτταρα μετατρέπεται σε μεθυλοκοβαλαμίνη η 5’-δεοξυαδενοσυλοκοβαλαμίνη. Σε κάθε περίπτωση ο υποκαταστάτης συνδέεται με το κεντρικό άτομο κοβαλτίου. Μόνο οι δύο τελευταίες ουσίες έχουν δράση βιταμίνης συμμετέχοντας ως συνένζυμα σε βιοχημικές αντιδράσεις. Δύο τέτοιες αντιδράσεις έχουν βρεθεί στον άνθρωπο. 

 

 Πρώτον, η αντίδραση μετατροπής του μεθυλο-μηλόνυλο-CoA σε ηλέκτρυλο-CoA, που αποτελεί ένα στάδιο της αποδόμησης των διακλαδισμένων λιπαρών οξέων. Στην αντίδραση αυτή συμμετέχει η 5’-δεοξυαδενοσυλοκοβαλαμίνη. Σε ανεπάρκεια της βιταμίνης Β12 παρατηρείται αύξηση του μεθυλο-μηλονικού οξέος στα ούρα εξαιτίας συσσώρευσής του. 

 

 Δεύτερον, η αντίδραση μετατροπής του αμινοξέος ομοκυστεΐνη στο αμινοξύ μεθειονίνη, που αφορά το μεταβολισμό των θειούχων αμινοξέων. Στην αντίδραση αυτή συμμετέχει η μεθυλοκοβαλαμίνη. Με παρόμοιο τρόπο συντίθεται η χολίνη από τη μεθανολαμίνη. 

 

Δράση 

Η βιταμίνη Β12 έχει σημαντικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού μας. Όπως όλες οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό των θρεπτικών συστατικών σε συνεργασία με τη βιταμίνη C και το φυλλικό οξύ. Η βιταμίνη Β12 βοηθά τον οργανισμό μας να μεταβολίζει, να διασπά, να χρησιμοποιεί και να συνθέτει νέες πρωτεΐνες. 

Παράλληλα, συμμετέχει στο μεταβολισμό των κυττάρων του σώματός μας, είναι απαραίτητη για τη σύνθεση του DNA, τη σύνθεση των απαραίτητων λιπαρών οξέων και την παραγωγή ενέργειας. Η βιταμίνη B12 είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία των κυττάρων του ανθρώπινου σώματος, συμμετέχει στη σύνθεση των πρωτεϊνών του πυρήνα των κυττάρων, σχηματίζει και αναζωογονεί τα ερυθρά αιμοσφαίρια, διατηρεί υγιές το νευρικό σύστημα, αυξάνει την ενεργητικότητα και μειώνει την ευερεθιστότητα, βελτιώνει την αυτοσυγκέντρωση, τη μνήμη και την ισορροπία. 

Επίσης, διατηρεί το περίβλημα που περιβάλλει και προστατεύει τις νευρικές ίνες και εντείνει την κανονική τους ανάπτυξη. Παίζει ρόλο στην κυτταρική δραστηριότητα, στα οστά 

και στο μεταβολισμό. Η βιταμίνη B12 απαιτείται για την απελευθέρωση του φυλλικού, ώστε να πραγματοποιηθεί η δημιουργία των ερυθρών αιμοσφαιρίων. 

Ανεπάρκεια Βιταμίνης Β12 

Η έλλειψη της βιταμίνης Β12 μπορεί να είναι διαιτητική ή να οφείλεται σε παθήσεις του στομάχου που επηρεάζουν την έκκριση του ενδογενούς παράγοντα (Intrinsic Factor, IF)(ατροφική γαστρίτιδα). Μπορεί επίσης να οφείλεται σε παθολογικές καταστάσεις που αφορούν τον τελικό ειλεό (π.χ. δυσαπορρόφηση λόγω συνδρόμου τυφλής έλικας). Τα συμπτώματα από τη διαιτητική στέρηση της βιταμίνης αργούν να εμφανιστούν επειδή η περίσσεια της βιταμίνης αποθηκεύεται στο συκώτι. 

Συνοπτικά, τα αίτια της έλλειψης σε βιταμίνη Β12 μπορεί να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες: διατροφική πενία, σύνδρομα δυσαπορρόφησης και άλλες διαταραχές της λειτουργίας του γαστρεντερικού συστήματος. Η ανεπάρκεια της βιταμίνης Β12 μπορεί να προκαλέσει: 

 Μεγαλοβλαστική αναιμία: χαρακτηρίζεται από πτώση στον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων, ενώ αυτά που παράγονται δεν έχουν κανονικό σχήμα και είναι γενικά πολύ μεγάλα. Τα συμπτώματα της κακοήθους αναιμίας μπορούν να αποκρυφτούν πλήρως αν χορηγείται φυλλικό οξύ χωρίς να είναι απαραίτητο. Αυτό μπορεί να επιτρέψει την εξέλιξη της έλλειψης της βιταμίνης Β12 χωρίς αυτή να γίνει αντιληπτή και να αποκαλυφθεί στο τέλος ως μη αναστρέψιμη νευρολογική βλάβη. 

 Κόπωση 

 Αδυναμία 

 Δυσκοιλιότητα 

 Απώλεια της όρεξης 

 Απώλεια βάρους 

 Νευρολογικές διαταραχές: μούδιασμα και τσούξιμο στα χέρια και τα πόδια 

 Δυσκολία διατήρησης της ισορροπίας 

 Κατάθλιψη 

 Σύγχυση 

 Άνοια 

 Κακή μνήμη 

Όπως και η έλλειψη του φυλλικού οξέος, η έλλειψη της Β12 προκαλεί υπερομοκυστεϊναιμία, η οποία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για αθηροσκλήρυνση. Αν και ο ρόλος της λήψης φυλλικού οξέος για τη μείωση των επιπέδων ομοκυστεΐνης στα πλαίσια της πρόληψης της στεφανιαίας νόσου παραμένει αμφιλεγόμενος, ο ρόλος της έλλειψης βιταμίνης Β12 σαν παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νόσων έχει ελάχιστα μελετηθεί. 

Ανώτερο ασφαλές επίπεδο για ημερήσιο συμπλήρωμα Β12 = 500μg 

Συνιστώμενη Ημερήσια Δόση (Recommended Daily Allowance, RDA) = 5μg. Για την απορρόφηση της βιταμίνης Β12 είναι απαραίτητη η σύνδεσή της με τον ενδογενή 

παράγοντα, μια πρωτεΐνη που εκκρίνεται για το σκοπό αυτό από τα τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου 

Επιπλέον, τα επίπεδα των πεπτικών οξέων μειώνονται με την ηλικία. Υπολογίζεται ότι ποσοστό έως 30% των ατόμων ηλικίας άνω των 50 ετών δεν διαθέτουν αρκετά πεπτικά οξέα ώστε να απορροφούν τη Β12 από τα τρόφιμα. Γι’ αυτό και συχνά συνιστάται στα άτομα αυτά να παίρνουν συμπλήρωμα ή να επιλέγουν εμπλουτισμένα με τη Β12 τρόφιμα. 

Ενδογενής παράγων (IF-intrinsic factor) 

Castle 1929 

● Γλυκοπρωτεΐνη 

● Εκκρίνεται από τα τοιχωματικά κύτταρα του θόλου του στομάχου 

● Προστατεύει τη βιταμίνη Β12 από ενζυματική διάσπαση 

● Σε έλλειψη του IF μόνο το 1% της Β12 απορροφάται 

H B12 που προσλαμβάνεται με την τροφή, μετά την απελευθέρωσή της από αυτήν, συνδέεται με τον ενδογενή παράγοντα του Castle. 

Πηγές Β12 (>20mg) 

Η Β12 και το φυλλικό οξύ δε συντίθενται στον οργανισμό και λαμβάνονται από τις τροφές: 

 Γάλα 

 Συκώτι χοιρινό 

 Συκώτι αρνίσιο 

 Νεφρά μόσχου 

 Συκωτάκια κοτόπουλου 

 Μύδια 

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΤΗΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ Β12 

Η διάγνωση της έλλειψης σε βιταμίνη Β12 βασίσθηκε ανέκαθεν στη μέτρηση της στάθμης της στον ορό. Συνήθως ως όριο θεωρείται η τιμή των 200 pg/mL, πάντοτε σε συνάρτηση με την κλινική συμπτωματολογία. Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες που επισημαίνουν ότι οι υπερήλικες ασθενείς τείνουν να παρουσιάζουν νευροψυχιατρική συμπτωματολογία ακόμα και με υψηλότερες στάθμες Β12.